- ψυχολογισμός
- οφιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η ψυχολογία είναι η θεμελιώδης φιλοσοφική επιστήμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχολογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα προβλήματα τής επιστημολογίας και τής ισχύος τής ανθρώπινης γνώσης μπορούν να επιλυθούν ικανοποιητικά με την ψυχολογική μελέτη τής ανάπτυξης τών νοητικών λειτουργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία + ισμός*. Η λ … Dictionary of Greek
ψυχολογιαρχία — η, Ν (φιλοσ.) ψυχολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολογία + αρχία] … Dictionary of Greek
Ντε Σάνκτις, Φραντσέσκο — (Francesco De Sanctis, Μόρα Ιρπίνο [σημερινό Μόρα ντε Σάνκτις] 1817 – Νάπολη 1883). Ιταλός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάπολης του 1848, φυλακίστηκε από τη… … Dictionary of Greek